αντιγλωσσίδι

αντιγλωσσίδι
και αντίγλωσσο, το
1. ο χαλινός της γλώσσας, η μεμβράνη που συνδέει το κάτω μέρος της γλώσσας με το στόμα
2. κακή άρθρωση, γλωσσοδέτης
3. αθυροστομία με βρισιές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”